- κουτσαμάρα
- ητο να είναι κάποιος κουτσός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κούτσαμα + -αμάρα (πρβλ. βουβ-αμάρα, κουτ-αμάρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτσαμάρα — η η ιδιότητα του κουτσού, κούτσαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… … Dictionary of Greek
κούτσα — (I) η (Μ κούτσα) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η κουτσαμάρα, η χωλότητα 2. ναυτ. κοινή ονομασία τής οξείας έδρας τού νομέα τών ξύλινων πλοίων 3. ναυτ. το κάτω μέρος τού επιδρόμου, η γνάθος 4. ναυτ. ο άντλος, το θαλάσσιο νερό που εισρέει στο… … Dictionary of Greek
χώλανσις — άνσεως, ἡ, ΜΑ [χωλαίνω] χωλότητα, κουτσαμάρα μσν. μτφ. (για πόδα στίχου) έλλειψη, ελαττωματικότητα («οὕτως ἡ τοῡ μέτρου ποδικὴ ἐκθεραπεύεται χώλανσις», Ευστ.) … Dictionary of Greek
κούτσα — η 1. η ιδιότητα του κουτσού, κουτσαμάρα. 2. το «κούτσα κούτσα», ως επίρρ., αργά, κουτσαίνοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωλότητα — η η ιδιότητα του χωλού, το να κουτσαίνει κανείς, η κουτσαμάρα: Η χωλότητά του δεν τον εμπόδισε να φτάσει έγκαιρα στη συγκέντρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)